- μιλάω
- μιλάω / μιλώ, μίλησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σπουδαιολογώ — μιλάω για σπουδαία πράγματα ή μιλάω σοβαρά για κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μιλώ — μιλάω / μιλώ, μίλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
βαρβαρίζω — και βερβερίζω (AM βαρβαρίζω και Μ βερβερίζω) 1. κάνω γλωσσικά σφάλματα, κυρίως γραμματικά 2. βγάζω άναρθρους φθόγγους νεοελλ. 1. φλυαρώ 2. τρομάζω, φρίττω αρχ. 1. συμπεριφέρομαι ή μιλάω σαν βάρβαρος, σαν να μην είμαι Έλληνας 2. μιλάω παρεφθαρμένα … Dictionary of Greek
βραβεύς — βραβεύς, ο (Α) 1. αυτός που απονέμει τα βραβεία 2. κριτής, διαιτητής 3. ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Υποστηρίζεται ότι, αν ως αρχική σημασία της λ. θεωρηθεί η «κριτής, διαιτητής (και ιδιαίτερα σε αγώνες)», τότε το βραβεύς θα πρέπει να… … Dictionary of Greek
Stavros Konstantinou — Infobox musical artist Name = Stavros Konstantinou Img capt = Img size = 204 Landscape = Background = group or band Alias = Born = birth date and age|1984|8|26 Origin = Nicosia,Cyprus Genre = Pop music Years active = 2004 mdash; Label =… … Wikipedia
άχνα — (I) η 1. αχνός, ατμός 2. ελαφριά πνοή, αναπνοή 3. φρ. «δεν βγάζω άχνα» δεν μιλάω καθόλου, σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αχνίζω(ΙΙ), με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. λαχτάρα < λαχταρίζω, μαγάρα < μαγαρίζω, φοβέρα < φοβερίζω κ.ά.)]. (II) ἄχνα, η… … Dictionary of Greek
απαρτιλογώ — ἀπαρτιλογῶ ( έω) (Μ) λέω τα πρέποντα, μιλάω ορθά, σωστά … Dictionary of Greek
αυδή — αὐδή, η (Α) 1. ομιλία, ανθρώπινη φωνή 2. (για το τόξο, τη σάλπιγγα, τον τζίτζικα) ήχος, τριγμός, κλαγγή 3. φήμη, διάδοση 4. άσμα, ωδή 5. φωνή του θεού, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αυδή (βασική σημασία «ανθρώπινη φωνή»), που μαρτυρείται ήδη από τον… … Dictionary of Greek
αυθαδ(ε)ιάζω — [AM αὐθαδ(ε)ιάζομαι] συμπεριφέρομαι ἡ μιλάω με αυθάδεια. [ΕΤΥΜΟΛ. αυθαδειάζομαι < αυθάδεια αυθαδιάζομαί < αυθαδία] … Dictionary of Greek